-
1 κατ-εγγυάω
κατ-εγγυάω (s. ἐγγυάω), 1) Einen zur Bürgschaft nöthigen, Bürgschaft von ihm fordern, κατεγγυάτω τὸν ᾡ ἂν ἐπισκήπτηται Plat. Legg. IX, 871 e; κατηγγύησα αὐτὴν πρὸς τῷ πολεμάρχῳ Dem. 59, 40, vgl. 33, 10. 11; κατεγγυήσας αὐτὸν πρὸς εἴκοσι τάλαντα, er zwang ihn, für 20 Talente Bürgschaft zu leisten, Pol. 5, 15, 9. Und pass., ταύτην τὴν ἐγγύην τοὺς αὐτόχειρας κατεγγυᾶσϑαι, die Thäter sollten zu solcher Bürgschaft genöthigt werden, Plat. Legg. IX, 872 b; ἥκουσα κατηγγυήϑη ὡς ξένη οὖσα πρὸς τῷ πολεμάρχῳ Dem. 59, 49. – 2) verloben, σοὶ δὲ παῖδ' ἐγω κατεγγυῶ Eur. Or. 1675, vgl. 1079. – Uebertr., sich einer Sache versichern, sie für sich in Beschlag nehmen, πολλοὶ κατεγγυηϑήσονται καὶ σπουδάσουσιν ἐπὶ τέλος ἀγαγεῖν τὴν ὑπόϑεσιν, einen Gegenstand zur geschichtlichen Behandlung für sich auswählen, bestimmen, Pol. 3, 5, 8.
См. также в других словарях:
κατεγγυώ — κατεγγυῶ, άω (Α) 1. (για πατέρα που δίνει την κόρη του σε γάμο) υπόσχομαι να δώσω, μνηστεύω, αρραβωνιάζω («σοὶ δὲ παῑδ ἐγὼ κατεγγυῶ», Ευρ.) 2. (ως αττ. νομ. όρος) καθιστώ κάποιον υπεύθυνο, αναγκάζω κάποιον να δώσει εγγύηση (α. «κατηγγύησεν αὐτὴν… … Dictionary of Greek